θροώ

θροώ
(ε) см. θροΐζω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "θροώ" в других словарях:

  • θροώ — (ΑΜ θροῶ, έω) θροΐζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρους. ΣΥΝΘ. αρχ. διαθροώ, εκθροώ, καταθροώ, προσθροώ] …   Dictionary of Greek

  • θροῶ — θροέω cry aloud pres subj act 1st sg (attic epic doric) θροέω cry aloud pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρόῳ — θράζω fut opt act 3rd sg (epic) θρόος noise masc dat sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενθροώ — ἐνθροῶ, έω (Μ) [θροῶ] 1. θροώ, θορυβώ 2. παθ. ταράσσομαι, θορυβούμαι («τοῡ τε βασιλέως ἐνθροηθέντος», Ιωσ. Γενέσ.) …   Dictionary of Greek

  • θροΐζω — (ΑΜ θροώ, έω, Μ και θροΐζω) 1. προκαλώ θρόισμα, ψιθυρίζω, κάνω σούσουρο 2. μέσ. θροΐζομαι φοβούμαι, ταράσσομαι νεοελλ. μσν. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) θροϊσμένος, η, ο τρομαγμένος μσν. θορυβώ, ταράζω αρχ. 1. φωνάζω δυνατά 2. θορυβώ 3.… …   Dictionary of Greek

  • διαθροώ — διαθροῶ ( έω) (Α) [θροώ] διασπείρω, διαδίδω …   Dictionary of Greek

  • επεγχέω — ἐπεγχέω και ἐπεγχύνω και ποιητ. τ. ἐπεγχεύω (AM) 1. χύνω επί πλέον ή πάνω σε κάτι («τὸ γὰρ ἐμὸν θροῶ πάθος ἐπεγχέασα», Αισχύλ.) 2. (απλώς) χύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εγχέω «χύνω»] …   Dictionary of Greek

  • θρόησις — θρόησις, εως, ἡ (Α) [θροώ] 1. έκπληξη 2. φόβος …   Dictionary of Greek

  • καταθροώ — καταθροῶ, έω (AM) καταθορυβώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + θροῶ «θορυβῶ, θροΐζω» (< θροῦς)] …   Dictionary of Greek

  • προσθροώ — έω, Α καλώ κάποιον με το όνομά του, προσφωνώ, προσαγορεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + θροῶ «μιλώ με δυνατή φωνή, φωνάζω»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»