θροώ
Смотреть что такое "θροώ" в других словарях:
θροώ — (ΑΜ θροῶ, έω) θροΐζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρους. ΣΥΝΘ. αρχ. διαθροώ, εκθροώ, καταθροώ, προσθροώ] … Dictionary of Greek
θροῶ — θροέω cry aloud pres subj act 1st sg (attic epic doric) θροέω cry aloud pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρόῳ — θράζω fut opt act 3rd sg (epic) θρόος noise masc dat sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενθροώ — ἐνθροῶ, έω (Μ) [θροῶ] 1. θροώ, θορυβώ 2. παθ. ταράσσομαι, θορυβούμαι («τοῡ τε βασιλέως ἐνθροηθέντος», Ιωσ. Γενέσ.) … Dictionary of Greek
θροΐζω — (ΑΜ θροώ, έω, Μ και θροΐζω) 1. προκαλώ θρόισμα, ψιθυρίζω, κάνω σούσουρο 2. μέσ. θροΐζομαι φοβούμαι, ταράσσομαι νεοελλ. μσν. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) θροϊσμένος, η, ο τρομαγμένος μσν. θορυβώ, ταράζω αρχ. 1. φωνάζω δυνατά 2. θορυβώ 3.… … Dictionary of Greek
διαθροώ — διαθροῶ ( έω) (Α) [θροώ] διασπείρω, διαδίδω … Dictionary of Greek
επεγχέω — ἐπεγχέω και ἐπεγχύνω και ποιητ. τ. ἐπεγχεύω (AM) 1. χύνω επί πλέον ή πάνω σε κάτι («τὸ γὰρ ἐμὸν θροῶ πάθος ἐπεγχέασα», Αισχύλ.) 2. (απλώς) χύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εγχέω «χύνω»] … Dictionary of Greek
θρόησις — θρόησις, εως, ἡ (Α) [θροώ] 1. έκπληξη 2. φόβος … Dictionary of Greek
καταθροώ — καταθροῶ, έω (AM) καταθορυβώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + θροῶ «θορυβῶ, θροΐζω» (< θροῦς)] … Dictionary of Greek
προσθροώ — έω, Α καλώ κάποιον με το όνομά του, προσφωνώ, προσαγορεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + θροῶ «μιλώ με δυνατή φωνή, φωνάζω»] … Dictionary of Greek